εριούχος

εριούχος
ος , ον 1. шерстяной;
2. (τό ) шерстяная или полушерстяная ткань; сукно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εριούχος" в других словарях:

  • εριούχος — ο 1. αυτός που περιέχει έριο, ο μάλλινος 2. το ουδ. ως ουσ. το εριούχο ύφασμα από έριο, ερέα, μάλλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Αναστ. Κωνσταντινίδη] …   Dictionary of Greek

  • έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός …   Dictionary of Greek

  • ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»